- όπνιος
- ὄπνιος, -ον (Α)(εσφ. γρφ. αντί ὄμπνιος)1. μεγάλος, αυξημένος, πλουσιοπάροχος, πολύς (α. «ὄπνιος χείρ» — πλούσιο, πλουσιοπάροχο χέριβ. «ὄπνιον νέφος» — μεγάλο, ογκώδες νέφος)2. (κατά τον Φώτ.) α) «ὄπνιος λειμώνὁ σῑτος καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποίἐπεὶ Ὀπνία ἡ Δημήτηρ λέγεται»β) «ὀπνιηρὸν ὕδωρτὸ τρόφιμον».
Dictionary of Greek. 2013.